Το BIOS (Basic Input/Output System) είναι ένα πρόγραμμα λογισμικού που εκτελείται σε έναν υπολογιστή αμέσως μετά την ενεργοποίησή του. Παρέχει τις βασικές λειτουργίες εισόδου/εξόδου για το σύστημα και είναι υπεύθυνο για την εκκίνηση του λειτουργικού συστήματος.
Το BIOS αποθηκεύεται σε ένα μικρό τσιπ στη μητρική πλακέτα του υπολογιστή και είναι ανεξάρτητο από το λειτουργικό σύστημα. Κατά την εκκίνηση, το BIOS ελέγχει τον εξοπλισμό του υπολογιστή, εντοπίζει και αρχικοποιεί τις συσκευές, ελέγχει την αρχική ρύθμιση του συστήματος και εκτελεί διάφορους έλέγχους ασφαλείας. Έπειτα, φορτώνει το λειτουργικό σύστημα από τον σκληρό δίσκο ή άλλη αποθηκευτική συσκευή και παραδίδει τον έλεγχο στο λειτουργικό σύστημα.
Διαθέτει επίσης μια διεπαφή για την αλλαγή των ρυθμίσεων του συστήματος, όπως την ρύθμιση της ώρας και της ημερομηνίας, της σειράς εκκίνησης των συσκευών και των παραμέτρων του επεξεργαστή. Αυτή η διεπαφή, γνωστή ως "BIOS Setup Utility" ή "BIOS Configuration Utility", μπορεί να προσφέρει περιορισμένες επιλογές και λειτουργίες, ανάλογα με τον κατασκευαστή του υπολογιστή.
Παρόλο που το BIOS ήταν η κύρια μέθοδος εκκίνησης και διαχείρισης του υπολογιστή για πολλά χρόνια, πλέον αντικαθίσταται σιγά-σιγά από το UEFI (Unified Extensible Firmware Interface).
Το UEFI (Unified Extensible Firmware Interface) είναι ένα σύγχρονο πρότυπο firmware που αντικαθιστά το παραδοσιακό BIOS (Basic Input/Output System) στους σύγχρονους υπολογιστές. Διαθέτει μια πλούσια διεπαφή για την εκκίνηση, τη διαχείριση και την αλληλεπίδραση με το υλικό και το λογισμικό του υπολογιστή.
Έχει σχεδιαστεί για να ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις των σύγχρονων υπολογιστών, όπως η υποστήριξη για μεγαλύτερους σκληρούς δίσκους, πολυπύρηνους επεξεργαστές, επιπλέον μνήμη και νέες τεχνολογίες όπως η USB 3.0 και η PCIe 3.0. Επιτρέπει επίσης την εκκίνηση του υπολογιστή σε λειτουργικά συστήματα με μεγαλύτερη χωρητικότητα από τα παραδοσιακά BIOS, όπως τα 64-bit λειτουργικά συστήματα.
Παρέχει μια γραφική διεπαφή χρήστη (GUI) που επιτρέπει την εύκολη αλληλεπίδραση με το firmware. Αυτή η διεπαφή παρέχει προχωρημένες επιλογές ρύθμισης, όπως η ρύθμιση της ώρας και της ημερομηνίας, η αλλαγή της σειράς εκκίνησης των συσκευών και η ρύθμιση των παραμέτρων του επεξεργαστή. Η γραφική διεπαφή του, παρέχει επίσης, προχωρημένες δυνατότητες διάγνωσης και επισκευής, όπως η εκτέλεση ελέγχων ασφαλείας και η αποκατάσταση του firmware σε προηγούμενη έκδοση.
Επιπλέον, υποστηρίζει την ασφάλεια του υπολογιστή μέσω της υπογραφής και επαλήθευσης του firmware και του λειτουργικού συστήματος. Αυτό επιτρέπει στον χρήστη να ελέγχει αν ο κώδικας του firmware και του λειτουργικού συστήματος είναι αυθεντικός και δεν έχει τροποποιηθεί από κακόβουλο λογισμικό.
Έχει γίνει πλέον το πρότυπο firmware για τους περισσότερους νέους υπολογιστές και αντικαθιστά σιγά-σιγά το παραδοσιακό BIOS. Παρέχει περισσότερες δυνατότητες, ευελιξία και ασφάλεια σε σύγκριση με το BIOS και επιτρέπει την εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών και υπολογιστικών δυνατοτήτων.
Περιλαμβάνει πολλές νέες τεχνολογίες όπως η δυνατότητα απομακρυσμένης διάγνωσης και επιδιόρθωσης υπολογιστών, ακόμη και χωρίς εγκατεστημένο λειτουργικό σύστημα. Επίσης συνεργάζεται με ένα νέο σύστημα διαμέρισης, το οποίο ονομάζεται GPT που όμως δεν περιλαμβάνει τους περιορισμούς του MBR.
Συγκεκριμένα το MBR (ειδικός τύπος τομέα εκκίνησης που διατηρεί πληροφορίες για το πώς οργανώνονται τα λογικά διαμερίσματα που περιέχουν συστήματα αρχείων σε αυτό το μέσο και περιλαμβάνει τον εκτελέσιμο κώδικα για να λειτουργήσει ως εκκινητής του λειτουργικού συστήματος).
Σε αντίθεση, το GPT δεν υποφέρει από τα όρια του MBR. Οι μονάδες δίσκου GPT μπορούν να είναι πολύ μεγαλύτερες, με τα όρια μεγέθους να εξαρτώνται από το λειτουργικό σύστημα και τα συστήματα αρχείων του.
Το GPT επιτρέπει επίσης έναν σχεδόν απεριόριστο αριθμό διαμερισμάτων ωστόσο και πάλι, το όριο εδώ είναι το λειτουργικό σας σύστημα. τα Windows επιτρέπουν έως και 128 κατατμήσεις σε μια μονάδα GPT χωρίς να χρειάζεται να δημιουργήσετε ένα εκτεταμένο διαμέρισμα για να λειτουργήσει.
Πλέον όλα τα σύγχρονα λειτουργικά συστήματα PC υποστηρίζουν το GPT. Ορισμένα ωστόσο λειτουργικά συστήματα συμπεριλαμβανομένων των macOS και των Microsoft Windows σε x86, υποστηρίζουν την εκκίνηση από διαμερίσματα GPT μόνο σε συστήματα με firmware EFI.
Ακόμη, ορισμένα λειτουργικά δεν μπορούν να υποστηρίξουν το MBR ως μονάδα συστήματος όπως του MAC, αλλά και στον αντίποδα συγκεκριμένες εκδόσεις Windows δεν μπορούν να λειτουργήσουν με σκληρό δίσκο GPT, όπως είναι τα Windows 2000, XP, Windows 2003 32bit.
Η διαφορά μεταξύ εκκίνησης UEFI Boot και Legacy είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί το κάθε ένα από αυτά για να βρει τον στόχο εκκίνησης. Οι δύο μέθοδοι δεν είναι συμβατές μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ενδέχεται να αντιμετωπίσετε προβλήματα κατά την εγκατάσταση των Windows εάν ο σκληρός δίσκος σας ήταν διαμερισμένος χρησιμοποιώντας το MBR και, στη συνέχεια, προσπαθείτε να επανεγκαταστήσετε τα Windows ενεργοποιώντας UEFI.
Η εκκίνηση τύπου Legacy είναι η διαδικασία εκκίνησης που χρησιμοποιείται από το firmware του BIOS. Στην περίπτωση αυτή διατηρεί μια λίστα εγκατεστημένων συσκευών αποθήκευσης που μπορεί να εκκινήσουν (μονάδες σκληρού δίσκου, μονάδες οπτικών δίσκων, κ.λ.π.) και τις απαριθμεί σε μια σειρά ρυθμίσεων αφού φορτώνει στη μνήμη τον πρώτο τομέα κάθε στόχου αποθήκευσης και το ανιχνεύει για ένα έγκυρο Master Boot Record (MBR).
Εάν εντοπιστεί έγκυρο MBR, μεταβιβάζει την εκτέλεση στον κώδικα φόρτωσης εκκίνησης που βρίσκεται στο MBR, ο οποίος επιτρέπει στον χρήστη να επιλέξει το διαμέρισμα από το οποίο θα κάνει εκκίνηση. Εάν δεν βρεθεί κάποιο, προχωρά στην επόμενη συσκευή στη σειρά εκκίνησης.
Η εκκίνηση UEFI είναι η διαδικασία εκκίνησης που χρησιμοποιείται από τον νεώτερο αντικαταστάτη του Bios. Στην περίπτωση αυτή διατηρεί μια λίστα έγκυρων τόμων εκκίνησης που ονομάζονται χωρίσματα υπηρεσιών EFI.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγνώρισης το UEFI σαρώνει όλες τις συσκευές εκκίνησης που είναι συνδεδεμένες στο σύστημα για έναν έγκυρο πίνακα κατανομής GUID (GPT). Σε αντίθεση με ένα MBR, ένα GPT δεν περιέχει φορτωτή εκκίνησης ενώ το ίδιο το υλικολογισμικό σαρώνει τους GPT για να βρει ένα τμήμα της υπηρεσίας EFI για εκκίνηση.
Ας αναλύσουμε τις διαφορές και τα πλεονεκτήματα του καθενός:
Και οι δύο τεχνολογίες έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, και η επιλογή μεταξύ τους εξαρτάται από τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του χρήστη. Ας ρίξουμε μια ματιά στα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του BIOS και του UEFI.
BIOS (Basic Input/Output System)
Το BIOS είναι ΤΟ παραδοσιακό σύστημα που έχει χρησιμοποιηθεί επί δεκαετίες σε υπολογιστές. Αναλαμβάνει τον έλεγχο του υλικού κατά την εκκίνηση του συστήματος και παρέχει βασικές λειτουργίες εισόδου/εξόδου. Ορισμένα πλεονεκτήματα του BIOS περιλαμβάνουν:
1. Απλότητα: Το BIOS είναι ένα απλό σύστημα με ελάχιστες προδιαγραφές, καθιστώντας το σχετικά εύκολο στην κατανόηση και την ανάπτυξη.
2. Συμβατότητα: Το BIOS υποστηρίζεται από την πλειονότητα του υλικού και των λειτουργικών συστημάτων. Αυτό το καθιστά συμβατό με παλαιότερα συστήματα και περιφερειακά.
Ωστόσο, το BIOS έχει και σοβαρά μειονεκτήματα:
1. Περιορισμένες δυνατότητες: Το BIOS διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες όσον αφορά τη διαχείριση του υλικού και των προηγμένων λειτουργιών.
2. Περιορισμένος χώρος αποθήκευσης: Το BIOS έχει περιορισμένο χώρο αποθήκευσης για τον κώδικά του και τις ρυθμίσεις, περιορίζοντας τη δυνατότητα προσθήκης νέων χαρακτηριστικών και βελτιώσεων.
UEFI (Unified Extensible Firmware Interface)
Το UEFI είναι το σύγχρονο σύστημα αντικατάστασης του BIOS. Παρέχει προηγμένες λειτουργίες και δυνατότητες που δεν υπάρχουν στο BIOS. Ορισμένα πλεονεκτήματα του UEFI περιλαμβάνουν:
1. Πλούσια δυνατότητα παραμετροποίησης: Το UEFI παρέχει ένα γραφικό περιβάλλον χρήστη με δυνατότητες παραμετροποίησης, όπου ο χρήστης μπορεί να αλλάξει ρυθμίσεις του συστήματος, όπως τη σειρά εκκίνησης, τις ρυθμίσεις του δίσκου κ.α.
2. Υποστήριξη GPT: Το UEFI υποστηρίζει τον πίνακα κατατμήσεων GPT (GUID Partition Table), ο οποίος επιτρέπει μεγαλύτερα μεγέθη και περισσότερες κατατμήσεις σε σχέση με τον παραδοσιακό πίνακα κατατμήσεων MBR (Master Boot Record).
3. Ταχύτερη εκκίνηση: Το UEFI εκκινεί το σύστημα πιο γρήγορα σε σύγκριση με το BIOS, καθώς είναι σχεδιασμένο να επωφελείται από τις πλεονεκτήματα της σύγχρονης υλικού και των τεχνολογιών εκκίνησης.
4. Προηγμένες δυνατότητες του UEFI: Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του UEFI είναι η δυνατότητα εκτέλεσης προχωρημένων λειτουργιών και εφαρμογών. Υποστηρίζει πρωτόκολλα δικτύου, ασφάλειας και αποθήκευσης δεδομένων που επιτρέπουν πιο πολλές επιλογές για τη διαχείριση του συστήματος. Επιπλέον, μπορεί να προσφέρει προηγμένες δυνατότητες όπως η υποστήριξη πολλαπλών δίσκων, RAID συστημάτων και επέκτασης ενσωματωμένων λειτουργιών όπως η ασφάλεια των δεδομένων μέσω του TPM (Trusted Platform Module).
5.Ασφάλεια: Ο ρόλος της ασφάλειας είναι σημαντικός στον τομέα της εκκίνησης του υπολογιστή. Το UEFI παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια σε σύγκριση με το BIOS. Έχει τη δυνατότητα υπογραφής και επαλήθευσης του κώδικα εκκίνησης και των εφαρμογών, εμποδίζοντας την εκτέλεση μη εξουσιοδοτημένου κώδικα (όπως κακόβουλο λογισμικό) κατά την εκκίνηση του συστήματος.
6. Επεκτασιμότητα: Παρέχει μεγαλύτερη επεκτασιμότητα σε σχέση με το BIOS. Οι κατασκευαστές μητρικών πλακετών και άλλων υπολογιστικών συστημάτων μπορούν να προσθέσουν προαιρετικές επεκτάσεις στο UEFI, προσφέροντας πρόσθετες λειτουργίες και δυνατότητες. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει προηγμένες ρυθμίσεις BIOS, εργαλεία διαγνωστικού συστήματος, διαχείριση ενέργειας και άλλες εξατομικευμένες λειτουργίες που μπορούν να είναι χρήσιμες για τους χρήστες.
7. Συμβατότητα: Είναισυμβατό με το παλαιότερο BIOS. Αυτό σημαίνει ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λειτουργίες BIOS στο UEFI συστήματός σας, και οι παλαιότερες εφαρμογές και λειτουργίες BIOS θα εξακολουθούν να λειτουργούν κανονικά.
Παρά τα πολλά πλεονεκτήματα του UEFI, υπάρχουν ωστόσο και μερικά μειονεκτήματα που αξίζει να αναφερθούν:
1. Περιορισμένη συμβατότητα με παλαιότερα λειτουργικά συστήματα: Το UEFI είναι σχεδιασμένο για να λειτουργεί καλύτερα με σύγχρονα λειτουργικά συστήματα όπως τα Windows 8 και 10. Ωστόσο, ορισμένα παλαιότερα λειτουργικά συστήματα, όπως τα Windows 7, δεν υποστηρίζουν πλήρως το UEFI και μπορεί να υπάρξουν προβλήματα συμβατότητας.
2. Πιο περίπλοκο σε σύγκριση με το BIOS: Το UEFI είναι πιο πολύπλοκο από το παραδοσιακό BIOS, και αυτό μπορεί να καθιστά τη διαδικασία εγκατάστασης και ρύθμισης πιο δύσκολη για κάποιους χρήστες. Επιπλέον, η παρουσία επιπλέον επιλογών και ρυθμίσεων μπορεί να είναι συνολικά παραπλανητική για μη έμπειρους χρήστες.
3. Περιορισμένη υποστήριξη λειτουργιών από τους κατασκευαστές: Οι κατασκευαστές μητρικών πλακετών και άλλων συστημάτων είναι υπεύθυνοι για την υλοποίηση του UEFI στις συσκευές τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ποικίλα επίπεδα υποστήριξης και ποιότητας από τους κατασκευαστές, και κάποιες συσκευές μπορεί να μην παρέχουν τις πλήρεις δυνατότητες του UEFI.
Συνοψίζοντας, οι κύριες διαφορές μεταξύ BIOS και UEFI είναι ο τρόπος λειτουργίας και οι δυνατότητες που προσφέρουν. Το BIOS είναι πιο περιορισμένο σε σχέση με το UEFI και παρουσιάζει ο περιορισμένα όρια στην ασφάλεια, την επεκτασιμότητα και την ευελιξία. Αντίθετα, το UEFI προσφέρει προηγμένες λειτουργίες, ασφάλεια και επεκτασιμότητα.
To UEFI αντικαθιστά σιγά-σιγά το παλαιό BIOS στους υπολογιστές και προσφέρει προηγμένες δυνατότητες, ασφάλεια και ευελιξία. Εξακολουθεί να υποστηρίζει τις παλαιότερες εφαρμογές και λειτουργίες BIOS για συμβατότητα και αναμένεται να συνεχίσει να εξελίσσεται και να προσφέρει νέες δυνατότητες στο μέλλον.
Ακολουθήστε μας στο Google News
Αν σας άρεσε το θέμα μας διαδώστε το!